- ρομβικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο»(κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβουβ) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» — κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες, άνισους μεταξύ τους, οι οποίοι τέμνονται στο κέντρο τού κρυστάλλου, όπως είναι η πυραμίδα, το πρίσμα, το πινακοειδέςγ) «ρομβικά ορυκτά» — ορυκτά που κρυσταλλώνονται σύμφωνα με μία από τις τρεις μορφές που παρουσιάζει το ρομβικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόμβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.